- αλληθωρίζω
- αλληθωρίζω, αλληθώρισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληθωρίζω — και αλληθωριάζω και αλληθωρώ ισα, είμαι αλλήθωρος: Το παιδί αλληθωρίζει και πρέπει να το πάμε στο γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληθωρίζω — (και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός] … Dictionary of Greek
αλληθωριάζω — αλληθωρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώριασμα] … Dictionary of Greek
αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος … Dictionary of Greek
αλληθωρισμός — ο [αλληθωρίζω] το αλληθώρισμα* … Dictionary of Greek
αλληθωρώ — ( έω) [αλλήθωρος] αλληθωρίζω* … Dictionary of Greek
αλληθώρισμα — το [αλληθωρίζω] 1. στραβισμός, το να είναι κανείς αλλήθωρος 2. το βλέμμα τού αλλήθωρου … Dictionary of Greek
αλλοίθωρος — αλλοιθωρίζω κ.λπ. βλέπε ορθότερα αλλήθωρος, αλληθωρίζω κ.λπ … Dictionary of Greek
διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος … Dictionary of Greek
ιλλαίνω — ἰλλαίνω (Α) αλληθωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + κατάλ. αίνω (πρβλ. θερμ αίνω, λευκ αίνω)] … Dictionary of Greek